- κατασυστάδην
- κατασυστάδην (Α)επίρρ. συστάδην*, ενώπιον, πρόσωπο με πρόσωπο.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + συστάδην «πλησίον, ενώπιον»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κατασυστάδην — indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)